- ἀσχημονοῦν
- ἀσχημονέωbehave unseemlypres part act masc voc sg (attic epic doric)ἀσχημονέωbehave unseemlypres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηριοτροφείο — το (Α θηριοτροφεῑον) [θηριοτρόφος] 1. ο χώρος (συνήθως κλουβιά) όπου κλείνονται και τρέφονται άγρια ζώα με σκοπό τη μελέτη τους από ειδικούς ή την παρουσίασή τους στο κοινό νεοελλ. 1. συλλογή ζώων που είναι κλεισμένα σε κλουβιά 2. μτφ. θορυβώδης… … Dictionary of Greek